- αβάς
- O ηγούμενος του αβαείου, δηλαδή μεγάλου μοναστηριού της καθολικής εκκλησίας. Επίσης, τίτλος των επισκόπων της συριακής και της κοπτικής εκκλησίας. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες χρησιμοποιούσαν τον όρο ως τιμητική προσαγόρευση των μοναχών. H λέξη προέρχεται από τον όρο ab abba, που στις σημιτικές γλώσσες σημαίνει πατέραςαρχηγός οικογένειας. Οι ηγούμενοι των αβαείων, άντρες ή γυναίκες, είχαν μεγάλη δύναμη και ασκούσαν σημαντική πολιτική επιρροή κατά τον Μεσαίωνα, επειδή τα αβαεία εξουσίαζαν μεγάλες εκτάσεις γης και είχαν πολλά προνόμια και δικαιώματα ως κέντρα εργασίας, προσευχής και μελέτης.
* * *ο (AM ἀββᾱς)νεοελλ.1. ηγούμενος αντρικής μονής τών Ρωμαιοκαθολικών (αβαείου*) και κατ' επέκταση εφημέριος ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας2. στην Κοπτική και Συριακή Εκκλησία τίτλος επισκόπων || αρχ.-μσν. πατήρ (ιδιαίτ. στα μσν., προσηγορία ηλικιωμένων μοναχών ως ένδειξη σεβασμού)μσν.μοναχός, καλόγερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραμ. abbā, κλητ. που θεωρήθηκε εσφαλμένα τύπος ονομαστικής και αποδόθηκε ως ο πατήρ αντί πάτερ μου.ΠΑΡ. νεοελλ. αβάισσα].
Dictionary of Greek. 2013.